Συμφωνείτε με την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 36/05 και την αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών;

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

ΤΟ "ΚΙΤΣ"

Ο όρος «κιτς» πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία το δεύτερο μισό του προπερασμένου αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα για να χαρακτηρίσει τη χυδαία συμπεριφορά του απαίδευτου μικροαστού που στέκει σα χάχας μπροστά στο αισθητικό γεγονός, κάνοντας πως το απολαμβάνει.
Σε μια χώρα σαν τη Γερμανία, με τεράστια παράδοση στις τέχνες και τη σκέψη, οι αμερικανοί τουρίστες, που κατάκλυζαν τότε τη χώρα, προκαλούσαν φαίνεται εντύπωση με την επιμονή τους να αγοράζουν «σκετς», όπως έλεγαν τους πίνακες ζωγραφικής, που τους εκλάμβαναν ως ζωγραφικά σκίτσα(σκετς). Η λέξη κιτς, λοιπόν, ετυμολογείται απ’το σκετς. Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από ένα δύσχρηστο γερμανικό ρήμα που σημαίνει «μαζεύω λάσπη στο δρόμο», όπως οι αμερικανοί τουρίστες που μάζευαν ό,τι έβρισκαν από ζωγραφιές. Σκετς, κατά την αποψή τους.
Όπως και να’χουν τα πράγματα με την ετυμολογία, κιτς κατ ’ουσίαν σημαίνει: κακό γούστο ανάμεικτο με ψέμα. Προσοχή, το κακό γούστο από μόνο του δεν είναι μομφή γι’αυτόν που στερείται γούστου. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να έχει, σώνει και καλά, καλό γούστο. Άλλωστε, το καλό γούστο δεν είναι έμφυτη ικανότητα, και συνεπώς πριν κανείς αποκτήσει καλό γούστο με την αγωγή, την παιδεία και τη συνήθεια, είχε κατ’ανάγκη κακό γούστο.
Το κακό γούστο γίνεται κιτς, όταν ένας καταφάνερα άσχετος με το αισθητικό γεγονός επιμένει σώνει και καλά να έχει στένες σχέσεις με την τέχνη, ή μάλλον με ό,τι του προτείνεται σαν τέχνη από ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να ευρύνουν την πελατεία τους. Λίγο ο σνομπισμός, λίγο ο νεοπλουτισμός, λίγο η μόδα –και πολύ, πάρα πολύ η βλακεία- και νάσου το κιτς να σείει κωμικά τα πλουμίδια του ως καρνάβαλος.
Και οι έμποροι της τέχνης να σκοτώνονται να πουλήσουν σαβούρα στους αμαθείς και αναίσθητους, που επειδή τους είπαν πως ο Μπαχ, ας πούμε, είναι μεγάλος συνθέτης θα σπεύσουν να αγοράσουν έναν δίσκο με μουσική Μπαχ παιγμένη από αρχάριους μαθητές συνοικιακού ωδείου.
Από τότε που ο Μίλαν Κούντερα και ο Ουμπέρτο Έκο επανέφεραν στη μόδα τον παλιό όρο, όλος ο κόσμος άρχισε να μίλαει για κιτς μ’ένα τρόπο τυπικά κιτς. Διότι είναι κιτς να απορρίπτεις ως κιτς κάθε τι που δεν σου αρέσει. Το κιτς δεν έχει καμία σχέση με την προσωπική αρέσκεια ή απαρέσκεια. Διότι, κατ’αρχήν, το κιτς έχει να κάνει μόνο με την αρέσκεια. Μόνο που αυτή κάθε άλλο παρά ειλικρινής είναι, όταν δεν είναι εντελώς ψευδής. Το κιτς προϋποθέτει ένα ψέμα που πλασσάρεται, αλλά και εισπράττεται ως αισθητική αλήθεια.
Ο μεγάλος γερμανός πεζογράφος και θεωρητικός Χέρμαν Μπροχ (διαβάστε σε ελληνική μετάφραση τους «Υπνοβάτες I,II,III»και τους «Αθώους») θεωρεί το κιτς σαν «κατηγόρημά του, κατά το γούστο του μικροαστού». Προσοχή, δε λέει πως το κιτς είναι η τέχνη που προσιδιάζει το μικροαστό, άλλωστε δεν υπάρχει τέτοια τέχνη, λέει πως το κιτς είναι το γνώρισμά του, κατά το γούστο μικροαστού, άρα και του μεγαλοαστού και του προλετάριου και του οποιουδήποτε, αρκεί να έχει μια σχέση με το αισθητικό γεγονός ανάλογη μ’αύτην που έχει ο μικροαστός, με την ταξική έννοια, με το οικονομικό γεγονός. Μικρή, ευτελή και ασήμαντη. Το κιτς είναι μια τέχνη για μικρομεσαίους σε όλα: Στην αξιοπρέπεια, στο μυαλό, στο ήθος, στην ευαισθησία.
Η κατ’εξοχήν παραγωγός κιτς στην Ελλάδα, είναι η ελληνική τηλεόραση. Διότι το «κιτς» είναι παντού και όχι μόνο στην τέχνη. Ο όρος δεν είναι αμιγώς αισθητικός. Η ελληνική πολιτική, για παράδειγμα, όταν δεν είναι φάρσα, είναι κιτς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: